θαλιδομήδη

θαλιδομήδη
η
(ιατρ.-φαρμ.) χημική ουσία η οποία χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν ως κατευναστικό και αντιεμετικό φάρμακο, αλλά απαγορεύθηκε όταν αποδείχθηκε ότι έχει τερατογόνες ιδιότητες σε έγκυες γυναίκες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πηρομελία — και πηρομέλεια, η, Ν ιατρ. συγγενής απουσία ή διαμαρτία διαπλάσεως τών άκρων, σπάνιο φαινόμενο ώς τις αρχές τής δεκαετίας τού 1960, οπότε άρχισαν να εμφανίζονται τα τραγικά αποτελέσματα από τη χρήση τού φαρμάκου θαλιδομήδη, φαινόμενο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”